ἀκροβυστία

ἀκροβυστία
ἀκροβυστία, ας, ἡ (prob. from ἀκροποσθία [Hippocrates, Aph. 6, 19; Aristot., HA 1, 13, 493a, 29], connected by popular etymology w. βύειν; B-D-F §120, 4; Mlt-H. 277; found only in Bibl. and eccl. Gk.; Etym. Magn. p. 53, 47; Lampe).
lit. prepuce, foreskin (opp. περιτομή). ἄνδρες ἀ. ἔχοντες uncircumcised people (=gentiles; cp. Gen 34:14) Ac 11:3.—1 Cor 7:18f. ἀπερίτμητος ἀκροβυστίᾳ w. uncircumcised foreskin B 9:5.
fig. uncircumcision as a state of being Ro 2:25ff; Gal 5:6; 6:15. πιστεύειν διʼ ἀκροβυστίας to believe as an uncircumcised man, i.e. as a non-Judean or gentile Ro 4:11; B 13:7; cp. Ro 4:10–12. W. ref. to the sins of the gentile world νεκροὶ … τῇ ἀ. τῆς σαρκὸς ὑμῶν dead through your uncircumcised (i.e. full of vice, in the gentile manner) flesh Col 2:13 (cp. Gen 17:11 σὰρξ τῆς ἀ.).
abstr. for concr. noncircumcised, gentiles i.e. non-Judeans (beside περιτομή) Ro 3:30; 4:9; Col 3:11; Eph 2:11. τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἀ. the gospel for the gentile world (gospel of/about uncircumcision is less prob., for the corresponding statement about Peter would call for an unlikely emphasis on circumcision by Peter, and vs. 8 balances ἔθνη against περιτομή) Gal 2:7.—DELG s.v. ἀκ-44. M-M (no pap examples). TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκροβυστία — ἀκροβυστίᾱ , ἀκροβυστία foreskin fem nom/voc/acc dual ἀκροβυστίᾱ , ἀκροβυστία foreskin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβυστίᾳ — ἀκροβυστίαι , ἀκροβυστία foreskin fem nom/voc pl ἀκροβυστίᾱͅ , ἀκροβυστία foreskin fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροβυστία — η (Α ἀκροβυστία) το άκρο τού δέρματος τού ανδρικού γεννητικού οργάνου μσν. αρχ. 1. η ύπαρξη ακροβυστίας, το να μην έχει υποστεί κάποιος περιτομή 2. (περιληπτ. στον πληθ.) αυτοί που δεν έχουν υποστεί περιτομή, δηλ. οι εθνικοί, σε αντίθεση με τους… …   Dictionary of Greek

  • ακροβυστία ή ακροποσθία — Η άκρη του δέρματος του αντρικού μορίου, που καλύπτει τη βάλανο στη νηπιακή ηλικία. Στους Εβραίους (όπως και στους Αιγυπτίους και άλλους αρχαίους λαούς) συνηθίζονταν η περιτομή της α. ως είδος φυλετικής αναγνώρισης. Για τους ελληνίζοντες… …   Dictionary of Greek

  • ἀκροβυστίας — ἀκροβυστίᾱς , ἀκροβυστία foreskin fem acc pl ἀκροβυστίᾱς , ἀκροβυστία foreskin fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβυστίαι — ἀκροβυστία foreskin fem nom/voc pl ἀκροβυστίᾱͅ , ἀκροβυστία foreskin fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβυστίαν — ἀκροβυστίᾱν , ἀκροβυστία foreskin fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβυστιῶν — ἀκροβυστία foreskin fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροβυστίαις — ἀκροβυστία foreskin fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακροβυστώ — ἀκροβυστῶ ( έω) (Α) [ἀκρόβυστος] 1. δεν έχω υποστεί περιτομή, έχω ακροβυστία 2. αφαιρώ την ακροβυστία, κάνω περιτομή …   Dictionary of Greek

  • ακροβύστιος — ο αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ακροβυστία. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού επιθ. ακρόβυστος ή ακροβύστης, πιθ. με επίδραση τής λ. ακροβυστία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”